Στo πλαίσιo του προγράμματος Terra Lemnia, που στόχο του έχει τη διατήρηση παραδοσιακών πολιτισμικών πρακτικών που διαμορφώνουν τοπία υψηλής οικολογικής αξίας, το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο μελέτησε το ρόλο του συστήματος της μάντρας, του παραδοσιακού αγροτοκτηνοτροφικού συγκροτήματος που φτιάχτηκε για να στεγάσει και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των Λημνιών Κεχαγιάδων.
Πέρα από την αρχιτεκτονική τους αξία ως παραδοσιακά, λαϊκά κτίσματα, οι μάντρες αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν πάνω από όλα ένα σύστημα οργάνωσης της παραγωγής. Η ιδιαιτερότητα του πρωτογενούς τομέα της Λήμνου έγκειται στο γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους όσοι ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα του νησιού συνδυάζουν τις δραστηριότητες του γεωργού με αυτές του κτηνοτρόφου. Η μάντρα της Λήμνου, λοιπόν, διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί και να διευκολύνει όλες τις καθημερινές εργασίες τους. Επιπλέον, η μεγάλη τους διασπορά σε ολόκληρο το νησί, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφορετικών τύπων μάντρας μαρτυρούν τον πολιτιστικό πλούτο της κοινωνίας της Λήμνου και αντανακλούν την κοινωνική της οργάνωση.
Το αγροτοκτηνοτροφικό σύστημα παραγωγής του νησιού στο παρελθόν είχε διαμορφωθεί μέσα από την ιδιότυπη σχέση παραγωγής του «μισιακού» ή «μισιάρικου», μιας συμφωνίας μεταξύ των μεγαλοϊδιοκτητών γης και των ακτημόνων γεωργοκτηνοτρόφων. Οι ιδιοκτήτες γης, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα όπως διαμορφώθηκε μετά την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 καθώς και τις διανομές γαιών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, συνέχισαν να έχουν στην κατοχή τους μεγάλες ιδιοκτησίες, τις οποίες δεν μπορούσαν να καλλιεργούν οι ίδιοι. Τις παραχωρούσαν λοιπόν σε ακτήμονες με τη συμφωνία να τους αποδίδουν το ήμισυ της παραγωγής, τόσο σε αγροτικά όσο και σε κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι κεχαγιάδες, οι ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφοι, για να μπορέσουν να κλείσουν τη συμφωνία με τα «αφεντικά» έπρεπε να διαθέτουν εργατικά χέρια στην οικογένειά τους και ένα ζωικό κεφάλαιο που θα τους επέτρεπε να καλλιεργούν τη γη. Τα μερίδια γης που περιλάμβαναν τη μάντρα ονομάζονταν «ζευγάρια» επειδή για την καλλιέργειά τους απαιτούνταν ένα ζευγάρι από βόδια ή άλογα/μουλάρια.
Επιπλέον, υποχρεώνονταν σε μια σειρά από αγγαρείες, που περιλάμβαναν την υποχρεωτική φροντίδα ενός κοπαδιού ιδιοκτησίας του «αφεντικού», τα λεγόμενα «σδεροκέφαλα», την εξολοκλήρου απόδοση στο «αφεντικό» των καρπών ενός χωραφιού (συνήθως του καλύτερου) που λεγόταν «παρασπόρι» και μια σειρά από οικιακές εργασίες που ονομάζονταν «ταγίνι» ή «διαταγμένα» που γινόταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα όπως το πλύσιμο των ρούχων της οικογένειας του «αφεντικού», το κουβάλημα νερού στο σπίτι του, τη συλλογή ξύλων, το μαγείρεμα, την ύφανση ρούχων και το καθάρισμα του σπιτιού. Οι αγγαρείες αυτές θεωρούνταν ως ανταπόδοση για την παραχώρηση της χρήσης της μάντρας από τον κεχαγιά και την οικογένειά του.
Ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου ιδιοκτησιακού καθεστώτος και των σχέσεων παραγωγής, η ζωή των κεχαγιάδων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μάντρα και τη φροντίδα του ζωικού κεφαλαίου. Για αιώνες, κάθε εποχή του έτους ήταν αφιερωμένη σε συγκεκριμένες εργασίες, ανάλογα με τις απαιτήσεις των καλλιεργειών και των ζώων. Οι εργασίες αυτές ήταν οργανωμένες με γνώμονα τις καιρικές συνθήκες και το θρησκευτικό ημερολόγιο και ήταν απόλυτα συνυφασμένες με τις αρχές της βιωσιμότητας και της αυτάρκειας.
Το σύστημα του «μισιακού» σταμάτησε σταδιακά να λειτουργεί όταν μεγάλος αριθμός των κατοίκων της Λήμνου στράφηκε στη μετανάστευση τη δεκαετία κυρίως του 1960, αναζητώντας καλύτερη ποιότητα ζωής. Τότε, τα εργατικά χέρια και η ζήτηση για «ζευγάρια» μειώθηκαν, με αποτέλεσμα η γη να δίνεται με αντίτιμο πλέον ενοικίου και όχι το ήμισυ της παραγωγής.
Οι μάντρες της Λήμνου, τόσο οι παραδοσιακές όσο και οι σύγχρονες, εξακολουθούν να αποτελούν βασικό στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας των κατοίκων της, καθώς και πηγή υπερηφάνειας για την κοινωνία των κεχαγιάδων. Η διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου λειτουργίας τους στις μέρες μας δηλώνει την προσήλωση των κατοίκων της Λήμνου στους βιώσιμους τρόπους παραγωγής, όπως αυτή αποτυπώνεται με την αναβίωση παραδοσιακών πρακτικών και καλλιεργειών που είχαν σχεδόν εγκαταλειφθεί.